- περισφίγγεται
- περί-σφίγγωbind tightpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαγχονισμός — Βίαιος θάνατος που προέρχεται από πολύπλοκο μηχανισμό, έπειτα από ολοκληρωτική ή όχι απαιώρηση του σώματος από τον λαιμό με βρόχο, ο οποίος εξαρτάται από κάποιο σταθερό σημείο και περισφίγγεται από την αγκύλη του εξαιτίας της έλξης πουπροκαλείται … Dictionary of Greek
περίσφιγμα — τὸ, Μ [περισφίγγω] καθετί που περισφίγγεται από κάτι … Dictionary of Greek
περισφίγγω — περίσφιξα, περισφίχτηκα, περισφιγμένος, σφίγγω, πιέζω από παντού, περιζώνω, πολιορκώ: Το φρούριο περισφίγγεται από τους εχθρούς κάθε μέρα και περισσότερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)